- ὄρχησιν
- ὄρχησιςdancingfem acc sgὄρχιςtesticlefem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
плѧсаниѥ — ПЛѦСАНИ|Ѥ (30), ˫А с. Пляска, танец: отъ мѹжии. или ѿ женъ бывающа˫а плѧсани˫а и трѣбища по нѣкѹѹмѹ обычаю ветъхѹѹмѹ… || отъмѣтаѥмъ заповѣдающе. (ὀρχήσεις) КЕ XII, 60а–б; то же МПр XIV2, 347; Оучащиимъсѧ гражаньскѹѹмѹ законѹ. не подобьно ѥсть… на … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
CURETES — populi Cretae, qui et Corybantes, et Idaei Dactyli appellati sunt, ex Ida Phrygiae monte (ut quidam volunt) oriundi. Dicti Κουρῆτες Straboni, l. 10. ἀπὸ τῆς κουρᾶς, h. e. ae tonsura, anteriorem enim capitis partem detonsam gestabant, ne hostes… … Hofmann J. Lexicon universale
PEDUM Exercitia — antiquissima fuêre. Namque agrestes prisci mulium erant in venationibus, itaque amabant pedum exercitia. Et sane ingressus communior motus, quam manuum est. Quippe manus uni homini data est a natura, pedes etiam aliis: quamquam manuum nobis usus … Hofmann J. Lexicon universale
PYRRHICA — proprie pugnae equestris umbra et simulacrum, quae et Troia dicitur, πρόλις et ἱππασία Dioni, ut et Servius cum Donato ex Suetonii libro, de lusibus puerorum, scribit. Decursus Agellio, l. 7. c. 3. Graecis etiam, διελασία, et ἀνθιππασία. Nomen… … Hofmann J. Lexicon universale
μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… … Dictionary of Greek
μοναυλώ — μοναυλῶ, έω (Α) [μόναυλος] παίζω μονωδία με αυλό ή παίζω τον μόναυλο («ἀνὴρ Λίβυς ἐπιδεικνύμενος ὄρχησιν ἅμα καὶ μοναυλῶν θαύματος ἀξίως», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παρακαταζεύγνυμι — Α προσάπτω, προσαρμόζω επί πλέον («παρακαταζεύγνυμι ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν», Διοτογ.) … Dictionary of Greek
συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek